[tabs slidertype=”top tabs”] [tabcontainer] [tabtext]Σχεδίαση…[/tabtext] [tabtext]Τεχνολογία…[/tabtext] [tabtext]Θύρες I/O…[/tabtext] [tabtext]Μενού…[/tabtext] [tabtext]Εντυπώσεις…[/tabtext][tabtext]Μετρήσεις… [/tabtext][/tabcontainer] [tabcontent] [tab]
Η εξωτερική του εμφάνιση δεν τον διαφοροποιεί από τα περσινά μοντέλα, με τα λογότυπα «ΤΗΧ» και «ISF» να είναι τυπωμένα στην όμορφη μαύρη σιλουέτα του σε όψη gloss και να πιστοποιούν την καθαρά high end απόδοσή του. Ο φακός είναι κατασκευής Fujinon και αποτελείται από 17 στοιχεία σχηματισμένα σε 15 ομάδες. Φυσικά, διαθέτει ηλεκτρικό ζουμ, μετατόπιση του φακού (οριζόντια 34% και κατακόρυφη 80%) και εστίαση, καθώς και μηχανισμό κάλυψης του φακού όταν δεν είναι σε λειτουργία.
[swfobject]1776[/swfobject] [/tab][tab]
Οι μηχανικοί της JVC εφοδίασαν τον νέο αυτό προβολέα της με Short arc NSH λάμπα 230 Watt (Low mode 174W) υψηλής απόδοσης, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στη μεγάλη φωτεινότητα, η οποία είναι απαραίτητη σε υλικό 3D (PK-L2312U/P).
Πραγματοποιεί μετατροπή από 2D σε 3D, διαθέτει το ίδιο σύστημα ευθυγράμμισης των pixels (pixel alignment) με αυτό των προβολέων της περσινής χρονιάς, και τρεις μνήμες για τη θέση του φακού, ανάλογα με το “forma” της προβαλλόμενης εικόνας.
Έκτης γενιάς είναι και το Wired Grid ενώ το οπτικό μονοπάτι φαίνεται να έχει παραμείνει το ίδιο (δεν έχει αναφερθεί επίσημα κάτι).
Ωστόσο, η μεγαλύτερη διαφοροποίηση είναι η ενσωμάτωση της τεχνολογίας 4Κ e-shift τρίτης γενιάς με έλεγχο οκτώ διαφορετικών σταδίων για καλύτερη επεξεργασία με όσο το δυνατόν μικρότερα σφάλματα και τέσσερις διαφορετικές μνήμες ανάλογα με το εισερχόμενο σήμα εισόδου. Το περσινό 4Κ e-shift δεύτερης γενιάς είχε διαφορετικές ονομασίες στις μνήμες ενώ οι παραμετροποιήσεις μπορούσαν να γίνουν μέσω τριών παραμέτρων και όχι τεσσάρων που έχουμε στο νέο.
Ο προβολέας φοράει πάνελ με ανάλυση 2Κ και όχι 4K. Το «e-shift» είναι ένα σύστημα που παρεμβάλλεται ανάμεσα στο πρίσμα και τον φακό και μετατοπίζει τα pixels κατά μισό pixel. Επομένως, δημιουργούνται εικονικά περισσότερα pixels και -συνεπώς- αντιληπτά αυξημένη ανάλυση στην εικόνα, κάτι που κάνει απαραίτητη τη χρήση ενός καλύτερου και γρηγορότερου αλγορίθμου για το scaling.
Σε τεχνικό επίπεδο, ο JVC είναι εφοδιασμένος με την τελευταία γενιά (6η) των DILA panels, με μικρότερο κενό μεταξύ τους (από 0,5μm σε 0,3μm) που υπόσχονται ακόμα καλύτερη διαχείριση του φωτός και πιο smooth- κινηματογραφική αίσθηση καθώς και το ίδιο σύστημα χρωματικών φίλτρων της περσινής χρονιάς, χάρη στο οποίο μπορεί να υποστηρίξει και πιο διευρυμένα χρωματικά περιεχόμενο προβολής.
Το μεγάλο νέο δεν είναι άλλο από την ύπαρξη δυναμικής ίριδας στον προβολέα. Ο προβολέας έχει εκτός από την βηματική ίριδα των 16 θέσεων (-15, 0), η οποία, αναλόγως της τιμής που θα επιλέξουμε, επιτρέπει από το καλύτερο δυνατό μαύρο έως το μέγιστο φως που μπορεί να προσφέρει ο προβολέας και άλλες δυο επιλογές την «Auto 1 & Auto2». Οι μεταξύ τους διαφορά είναι το όριο της κάτω λειτουργίας της, δηλαδή πόσο πολύ θα κλείσει η ίριδα όπως επίσης η εσωτερική μέσω software επεξεργασία του εξερχόμενου σήματος ανάλογα με την θέση της ίριδας. Το πόσο καλά λειτουργεί και τι επιφέρει στην εικόνα θα το αναλύσουμε στην ενότητα των εντυπώσεων.
Σημαντικό πλεονέκτημα της συσκευής είναι η πληρέστατη διαχείριση των χρωμάτων (Color Management System) που διαθέτει, ώστε να μπορεί να ρυθμιστεί η χρωματική απόδοσή της, για να είναι σύμφωνη με τα επίσημα χρωματικά πρότυπα SMPTE-C και Rec. 709.
Στα ατού του X700 περιλαμβάνονται, πέραν των κλασικών ρυθμιστικών, και η επιλογή “Clear Black” με την οποία μπορεί κανείς να βελτιώσει εύκολα το contrast της εικόνας, χωρίς να αλλοιώσει το grayscale. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε 106 διαφορετικούς τύπους οθόνης, ώστε, αναλόγως των επιμέρους χαρακτηριστικών ανάκλασης της καθεμίας, να γίνει σωστότερο «ματσάρισμα» προβολέα-οθόνης.
Επίσης μας δίνεται η δυνατότητα να επιλέξουμε το είδος του περιβάλλοντος χώρου που προβάλλουμε ανάμεσα σε φωτεινό ή σκοτεινό με τις ανάλογες ρυθμίσεις κορεσμού και φωτεινότητας των χρωμάτων.
Δεν διαπιστώσαμε καμία αλλαγή στη λειτουργία του συστήματος frame interpolation της JVC, με το όνομα «Clear Motion Drive», το οποίο λειτουργεί ικανοποιητικά ακόμα και με υλικό 1.080/24p.
Η απομνημόνευση της θέσης του φακού σε δέκα διαφορετικές μνήμες για διαφορετικά φορμά υπάρχει και σε αυτό το μοντέλο.
Χαρακτηριστικά
Τεχνολογία: DILA, 3×0,74΄΄, 16:9 (native) 1.920×1.080 pixels
Φωτεινότητα κατασκευαστή: 1.300 Lumens (ANSI)
Λόγος αντίθεσης κατασκευαστή: 120.000:1 Native, 1.200.000:1 Dynamic
Τύπος & ισχύς λυχνίας: NSH 230W
Διάρκεια ζωής λάμπας: 2.000 ώρες, 4.000 ώρες Low mode
Απόσταση προβολής 100΄΄: Από 3,01 έως 6,13 μ.
Lens shift: Ναι
Είσοδοι: 1xComponent (Y/CB/CR), 2xΗDMI, 1x3D πομπού, 1xRemote control, 1xΤrigger, 1xRS232
Διαστάσεις (ΠxΥxΒ): 455x179x472 χλστ.
Βάρος: 14,7 κιλά
Θύρες I/O…
[/tab] [tab]Από πλευράς εισόδων το 700άρης δεν έχει αναλογικές εισόδους παρά μόνο δυο θύρες HDMI.
Μενού…
[/tab] [tab]Το μενού έχει παραμείνει σχεδόν αναλλοίωτο και γνώριμο.
Εντυπώσεις…
[/tab] [tab]Ο προβολέας της mini δοκιμής μας (χρονικά) είχε λιγότερες από πέντε ώρες στο ενεργητικό του και είχαμε την ευκαιρία μαζί με τον ευτυχή κάτοχο να τον μετρήσουμε και να τον δούμε μαζί στον χώρο του.
Ο Χ700 είναι αρκετά ήσυχος, κάτι που επιβεβαιώνει τα χαμηλά dΒ των προδιαγραφών του.
Ο προβολέας αργεί λίγο να κλειδώσει ενώ αργή είναι και η απόκριση του Τ/Χ. Θα πρέπει να επισημάνω ότι ο προβολέας φορούσε το τελευταίο firmware.
Από πλευράς εικόνας, γνώριμη και οικεία. Είναι αυτό που αποκαλώ εγώ ταυτότητα. Εναν προβολέα να δεις από κάθε εταιρεία δεν χρειάζεσαι τίποτα άλλο. Αυτό όμως που σίγουρα χρειάζεσαι είναι μεγάλη προσοχή και προσπάθεια για να μπορέσεις να διακρίνεις διαφορές από το προηγούμενο μοντέλο και κατά πόσο μπορεί να είναι βελτιωμένος από τον προκάτοχό του. Πραγματικά είναι πολύ δύσκολο.
Το πολύ καλό σε ακρίβεια pixel alignment έρχεται να βοηθήσει στο σωστό στήσιμό του. Η αλήθεια είναι ότι αποτελεί ίσως ένα από τα καλύτερα συστήματα αυτού του είδους. Ο προβολέας της δοκιμής μας ήθελε μικροδιορθώσεις που όμως λόγω χρόνου από την μία και αγωνίας για να δούμε την εικόνα από την άλλη, δεν έγιναν.
Η επεξεργασία 4K τρίτης γενιάς δουλεύει με ελάχιστη διαφορά με αυτό που είχαμε δοκιμάσει στον Χ55. Αυτή πλέον μπορεί και συγχωρεί τα λάθη ενώ ταυτόχρονα να ξεδιπλώνει τις αρετές ενός προβαλλόμενου σήματος ανάλογα με την θέση των επί μέρους ρυθμιστικών.
Ας έρθουμε όμως στις δυο βασικές αλλαγές του νέου μοντέλου.
Το Clear black το οποίο μέσω του μενού μπορείς να το ενεργοποιήσεις σε δυο mode Low και High, προσφέρει μια εικόνα τρισδιάστατη ενώ σου δίνει την αίσθηση ότι αυξάνει το κοντράστ και ταυτόχρονα της οξύτητα τα εικόνας. Σε καμιά όμως περίπτωση στα κλασικά μας pattern αναφοράς δεν έδειξε σημάδια αλλοιώσης ανάλυσης ή όξυνσης της εικόνας. Η επιλογή High θεωρώ ότι είναι υπερβολική και δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται. Κατά την θέαση του Hobbit οι σκοτεινές και υποφωτισμένες σκηνές αποδόθηκαν με ακρίβεια ενώ εάν σε αυτό προσθέσουμε- ενεργοποιήσουμε το MPC τότε η εικόνα απογειώνεται. Και όλα αυτά με την ίριδα στην θέση manual. Άλλωστε η JVC καυχάται για αυτήν την αρετή της.
Η ύπαρξη αυτόματης ίριδας είναι το άλλο νέο που συναντάμε στα μοντέλα του 2014.
Έχουμε τρεις διαθέσιμες επιλογές δυο εκ των οποίων χρησιμοποιούν την δυναμική κίνηση της ίριδας ενώ η τρίτη επιλογή είναι η γνωστή σε όλους μας βηματική των δεκαέξι θέσεων που μας έχει συνηθίσει η εταιρεία. Τα πάνω όρια των δυο πρώτων επιλογών μπορούν να καθοριστούν μέσω της manual ρύθμισης. Με απλά λόγια μπορούμε να θέσουμε το πόσο φως θέλουμε να «βγάζει» ο προβολέας σας καθορίζοντας το πρώτα από την manual λειτουργία και μετέπειτα επιλέγουμε ένα από τα δύο αυτόματα “mode”.
Ίσως ακουστώ λιγάκι ¨κακός¨ αλλά όλο αυτό μου θυμίζει έντονα την αντίπαλη «Sony» και την δική της δυναμική ίριδα που βασίζεται πάνω στο ίδιο μοντέλο λειτουργίας.
Η Auto 1 είναι περισσότερο επιθετική αλλάζοντας τα κάτω όρια (brightness) του grayscale που θέλουν επαναρύθμιση ενώ κάνει «παιχνίδι» με το gamma και την «διόρθωση» αυτού.
Η Auto 2 είναι λιγότερο επιθετική, με την λειτουργία της να μην επηρεάζει τα κάτω όρια (brightness) του grayscale. Και αυτή η επιλογή παίζει με το gamma αλλά όχι σε μεγάλο βαθμό.
Η θέαση 2D είναι απολαυστική με τα σκοτεινά και υποφωτισμένα πλάνα να αποτελούν το ατού της εταιρείας και είναι από τα σημεία όπου υπερτερούν οι προβολείς της JVC, ενώ τα φωτεινά πλάνα έχουν μια περίσσια λαμπρότητα, με ισορροπημένη χρωματική συμπεριφορά. Η φωτεινότητα μεγάλη ακόμη και με την λάμπα στην χαμηλή της θέση ενώ το contrast της εικόνας εντυπωσιάζει.
Στον τομέα της κίνησης, ο JVC περνά με επιτυχία τα test.
Δυστυχώς δεν προλάβαμε να τον δοκιμάσουμε με 3D υλικό κάτι που θα γίνει στο μέλλον και θα σας ενημερώσουμε σχετικά.
Στην ερώτηση αν μας άρεσε η απάντηση είναι θετική και πολύ μάλιστα. Το καλό χρόνο με τον χρόνο γίνεται καλύτερο αφήνοντας στην άκρη τα διάφορα μαρκετίστικα τρυκ που τον συνοδεύουν.
Αντιπρόσωπος : AVNEXT
Μετρήσεις…
[/tab] [tab]Η οξύτητα της εικόνας αντιπροσωπεύει τον προβολέα της δοκιμής μας. Η φωτεινότητα του προβολέα αυξάνεται μέχρι και 40% με τη χρήση της λάμπας στο High, με επακόλουθη αλλαγή και στην κατανάλωση.
Το on/off contrast και το ANSI Contrast δεν μετρήθηκαν. Η φωτεινότητα του προβολέα για κάδρο 84 ιντσών από απόσταση 3,20 μέτρων μετρήθηκε στα 820 AΝSI Lumens με τη λάμπα στο High και 560 στην θέση low κάτι που σημαίνει ότι μπορεί να ανοίξει με σχετική ευκολία 125 ίντσες για θέαση υλικού 2D.
Λόγω χρόνου μετρήσαμε τέσσερα από τα mode του προβολέα έχοντας όλες τις ρυθμίσεις στις default τιμές.
Όπως θα δείτε το THX και NATURAL mode μας έδωσαν τα καλύτερα αποτελέσματα.
THX MODE
CINEMA MODE
FILM MODE
NATURAL MODE
[/tab] [tab] [/tabcontent] [/tabs]
Μανώλης Καστρουνής