Mε μία κίνηση, η JVC ανεβάζει την αντιληπτή ανάλυση της εικόνας από το Full HD (1.920x1.080 pixels) στο 4Κ (3.840x2.160 pixels).
Η JVC δεν επαναπαύτηκε στις περσινές δάφνες της, και φέτος παρουσίασε κάτι καινούργιο και ταυτόχρονα καινοτόμο. Ανοίγει το δρόμο, ή μάλλον καλύτερα δείχνει το δρόμο στους ανταγωνιστές της για το πώς θα είναι το αύριο στον οικιακό κινηματογράφο, και μάλιστα σε προσιτή τιμή. Έτσι, μετά την υψηλή ανάλυση και την έλευση του 3D, σειρά έχει η περαιτέρω αύξηση της ανάλυσης, ώστε να τη φτάσουμε στα όριά της. Και ποια είναι αυτά; Μα, φυσικά, τα 4Κ (3.840×2.160 pixels) μέχρι στιγμής. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
[learn_more caption=”Σχεδίαση..”]Η εξωτερική του εμφάνιση δεν τον διαφοροποιεί από το περσινό μοντέλο, με τα λογότυπα «ΤΗΧ» και «ISF» να είναι τυπωμένα στην όμορφη μαύρη σιλουέτα του σε όψη gloss και να πιστοποιούν την καθαρά high end απόδοσή του. Ο φακός είναι κατασκευής Fujinon και αποτελείται από 17 στοιχεία σχηματισμένα σε 15 ομάδες. Φυσικά, διαθέτει ηλεκτρικό ζουμ, μετατόπιση του φακού (οριζόντια 34% και κατακόρυφη 80%) και εστίαση, καθώς και μηχανισμό κάλυψης του φακού όταν δεν είναι σε λειτουργία.
[swfobject]1776[/swfobject]
[/learn_more] [learn_more caption=”Τεχνολογία…”]
Οι μηχανικοί της JVC εφοδίασαν και αυτόν με τη νέα short arc UHP λάμπα υψηλής απόδοσης, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στη μεγάλη φωτεινότητα, η οποία είναι απαραίτητη σε υλικό 3D. Οι διαφορές με τα περσινό μοντέλο δε σταματούν εδώ. Είναι περισσότερο φωτεινός (40% σε υλικό 3D και 30% σε υλικό 2D), πραγματοποιεί μετατροπή από 2D σε 3D, διαθέτει νέο σύστημα ευθυγράμμισης των pixels (pixel alignment), έχει νέο αλγόριθμο για ορθότερο scaling και τρεις μνήμες για τη θέση του φακού, ανάλογα με το φορμά της προβαλλόμενης εικόνας.
Ωστόσο, η μεγαλύτερη διαφοροποίηση είναι η ενσωμάτωση της τεχνολογίας 4Κ e-shift. Μην πάει το μυαλό σας ότι ένας προβολέας φοράει πάνελ με ανάλυση 4K, όχι. Τα πάνελ του είναι κανονικά Full HD 1.920×1.080 pixels. Εφαρμόζεται ένα σύστημα εμπρός από το φακό που ονομάζεται «e-shift» και μετατοπίζει τα pixels κατά μισό pixel. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται και στις βιντεοκάμερες, και είναι γνωστή ως «pixel shift». Επομένως, δημιουργούνται εικονικά περισσότερα pixels και -συνεπώς- αντιληπτά αυξημένη ανάλυση στην εικόνα, κάτι που κάνει απαραίτητη τη χρήση ενός καλύτερου και γρηγορότερου αλγορίθμου για το scaling. Η δυνατότητα e-shift είναι ενεργή για όλα τα 2D σήματα SD και HD, αλλά δε λειτουργεί με υλικό 3D.
Η σύλληψη της ιδέας 4K στο χώρο της βιντεοπροβολής δεν είναι καινούργια – πολλοί κατασκευαστές προσπαθούν να φτιάξουν τέτοιες αναλύσεις, και μόνο η Sony τα έχει καταφέρει, με τον VPL-VW1000 που έχουμε παρουσιάσει σε προηγούμενο τεύχος, ο οποίος έχει ονομαστική ανάλυση 4Κ. Βέβαια, αυτός κοστίζει μία περιουσία, και ο X70R λίγο περισσότερο από πέντε χιλιάρικα. Δεν είναι μακριά η ημέρα όπου το 4Κ θα είναι διαθέσιμο, θα πρέπει όμως πρώτα να δημιουργηθεί ένα ολόκληρο 4Κ eco-system με ταινίες, στάνταρντ και πηγές. Μέχρι τότε ο JVC και ο Sony είναι οι επιλογές μας.
Σε τεχνικό επίπεδο, ο JVC είναι εφοδιασμένος με την τελευταία γενιά των DILA panels, που υπόσχονται ακόμα καλύτερη διαχείριση του φωτός καθώς και νέο σύστημα χρωματικών φίλτρων, χάρη στο οποίο μπορεί να υποστηρίξει και πιο διευρυμένα χρωματικά πρότυπα από το Rec 709 του Blu-ray, όπως το Adobe RGB άλλα και το DCI, που είναι το χρωματικό πρότυπο του Digital Cinema. Ο προβολέας της δοκιμής έχει βηματική ίριδα 16 θέσεων, η οποία, αναλόγως της τιμής που θα επιλέξουμε, επιτρέπει από το καλύτερο δυνατό μαύρο έως το μέγιστο φως που μπορεί να προσφέρει ο προβολέας.
Σημαντικό πλεονέκτημα της συσκευής είναι η πληρέστατη διαχείριση του φωτός (Color Management System) που διαθέτει, ώστε να μπορεί να ρυθμιστεί η χρωματική απόδοσή της, για να είναι σύμφωνη με τα επίσημα χρωματικά πρότυπα SMPTE-C και Rec. 709, αλλά και τα πιο διευρυμένα Adobe RGB και DCI. Στα ατού του X70R περιλαμβάνονται, πέραν των κλασικών ρυθμιστικών, και δύο νέα εργαλεία, ονόματι «Film Tone» και «Dark-Bright Level», με τα οποία μπορεί κανείς να βελτιώσει εύκολα το gamma της εικόνας, χωρίς να αλλοιώσει το grayscale, αφού θα επέμβει μόνο στα άνω και κάτω άκρα της κλίμακας του γκρι. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε 255(!) διαφορετικούς τύπους οθόνης, ώστε, αναλόγως των επιμέρους χαρακτηριστικών ανάκλασης της καθεμίας, να γίνει σωστότερο «ματσάρισμα» προβολέα-οθόνης.
Για όποιον δεν επιθυμεί να ασχοληθεί με τη ρύθμιση του προβολέα, ο Χ70R προσφέρει και μια «κλειδωμένη» προεπιλογή THX, η οποία είναι αρκετά ικανοποιητική χρωματικά, αλλά δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να έχει την ακρίβεια του αποτελέσματος που θα φέρει ένας επαγγελματίας – εντούτοις, και αυτό το υποστηρίζει η JVC. Σαφή βελτίωση διαπιστώσαμε στη λειτουργία του συστήματος frame interpolation της JVC, με το όνομα «Clear Motion Drive», το οποίο πλέον λειτουργεί ικανοποιητικά ακόμα και με υλικό 1.080/24p.
Χαρακτηριστικά
Τεχνολογία: DILA, 3×0,74΄΄, 16:9 (native) 1.920×1.080 pixels
Φωτεινότητα κατασκευαστή: 1.200 Lumens (ANSI)
Λόγος αντίθεσης κατασκευαστή: 80.000:1
Τύπος & ισχύς λυχνίας: UHP 220W
Διάρκεια ζωής λάμπας: 2.000 ώρες
Απόσταση προβολής 100΄΄: Από 3,01 έως 6,13 μ.
Lens shift: Ναι
Είσοδοι: 1xComponent (Y/CB/CR), 2xΗDMI, 1x3D πομπού, 1xRemote control, 1xΤrigger, 1xRS232
Διαστάσεις (ΠxΥxΒ): 455x179x472 χλστ.
Βάρος: 15,4 κιλά
[/learn_more] [learn_more caption=”Θύρες I/O…”]Από πλευράς ψηφιακών εισόδων δεν έχει αλλάξει κάτι από το μοντέλο που αντικαθιστά.
[/learn_more] [learn_more caption=”Μενού…”]Το μενού δεν διαφέρει πολύ από αυτό του JVC DLAX30 που μπορείτε να διαβασετε εδώ.
[/learn_more] [learn_more caption=”Εντυπώσεις…”]Αυτός είναι ο πρώτος προβολέας της JVC που θέλει μεγάλη προσοχή στην τοποθέτησή του. Δεν αναφερόμαστε στο χωροταξικό και στη μετατόπιση του φακού (όχι ότι δεν παίζει ρόλο), αλλά στη γενική πρώτη ρύθμισή του. Η ύπαρξη της λειτουργίας e-shift, όπως επίσης το νέο σε δυνατότητες και ακρίβειες pixel alignment, μπορούν να δώσουν αλλά και να πάρουν πολλά από την εικόνα. Και, μιλώντας για αυτήν, στο πανί παρουσιάζεται αέρινη και ανάλαφρη, μεστή και συμπαγής. Υπάρχει η αίσθηση του καμβά και του ενιαίου. Η επεξεργασία 4K δε συγχωρεί λάθη, ενώ ταυτόχρονα ξεδιπλώνει τις αρετές της. Η φωτεινότητα είναι μεγαλύτερη, το μαύρο βαθύτερο και το on/off contrast εξωπραγματικό για προβολέα που δε χρησιμοποιεί κανενός είδους ίριδα. Μέσω της επιλογής «MPC» μπορούμε να αυξήσουμε την οξύτητα της εικόνας (λειτουργία άμεσα συνυφασμένη με το e-shift).
Τα σκοτεινά και υποφωτισμένα πλάνα είναι από τα σημεία όπου υπερτερούν οι προβολείς της JVC, ενώ τα φωτεινά πλάνα έχουν μια περίσσια λαμπρότητα, που δεν είχαμε συνηθίσει στο περσινό μοντέλο X7, και όλα αυτά με τη λάμπα στη θέση Eco. Στον τομέα της κίνησης, ο JVC έχει ομαλή κίνηση. Στη σκηνή του Chapter 4, όταν το ελικόπτερο απογειώνεται από τη μαρίνα στις Μπαχάμες, όταν ενεργοποιήσουμε το FΙ, η κίνηση γίνεται «βούτυρο». Ο Χ70R, με το CMD στο βέλτιστο mode 3, εμφάνισε μερικά artifacts στην ίδια σκηνή, όταν το αυτοκίνητο του Τζέιμς Μποντ εισέρχεται στο πάρκινγκ του yacht club. Σε θέαση 3D το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο ξεκούραστο, ευχάριστο, με περίσσια κινηματογραφική αίσθηση. Το crosstalk ήταν περιορισμένο, όπως και το flickering. Η φωτεινότητα είναι όντως αυξημένη σε σχέση με του Χ7, ενώ πιο συμπαγές μας φάνηκε και το μαύρο του.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Νομίζουμε ότι αυτό το τέχνασμα με το e-shift θα το ακολουθήσουν και άλλες εταιρείες, δεδομένου ότι πολύ εύκολα μπορούν, εάν φυσικά έχουν και την τεχνογνωσία από τη μία μεριά και τη διατήρηση του κόστους από την άλλη, να δώσουν μια νέα διάσταση σε αυτό που λέμε «οικιακός κινηματογράφος» χωρίς μεγάλη προσπάθεια. Δεν μπορούμε παρά να υποκλιθούμε σε όλους αυτούς που έκαναν αυτό το project: e-shift να δουλέψει. Φυσικά, τα χρήματα που ζητά ίσως αυτήν την εποχή να αποτελούν για μία μερίδα ανθρώπων ανασταλτικό παράγοντα για την απόκτησή του, αλλά πιστεύουμε ότι αξίζει, σε συνδυασμό πάντα με μια καλή οθόνη.
[/learn_more] [learn_more caption=”Μετρήσεις… “]Η προσωπικότητα του JVC είναι ντελικάτη. Με επάρκεια οξύτητας, που όμως εξαρτάται αρκετά από το focus του φακού, που θέλει λεπτομερή ρύθμιση, και ομοιομορφία πάνελ πάνω από 95%, αποτελεί άξιο διάδοχο των προηγούμενων μοντέλων. Η φωτεινότητα του προβολέα αυξάνεται μέχρι και 58% με τη χρήση της λάμπας στο High, με επακόλουθη αλλαγή και στην κατανάλωση, από 225W σε 330W. Στο χρωματικό τρίγωνο CIE 1934 επέδειξε σχεδόν άριστη συμπεριφορά, ακόμα και στην επιλογή THX, αλλά μπορεί να ρυθμιστεί λεπτομερειακά μέσω του CMS που διαθέτει, ενώ το grayscale ήθελε λίγο πείραγμα στα χαμηλά IRE. Με τη χρήση των γυαλιών για θέαση 3D, η φωτεινότητα έπεσε μέχρι και 50%, ενώ η θερμοκρασία χρώματος αλλάζει έως και 2.500° Κ περισσότερο (9.000°Κ). Γι’ αυτό και ως προεπιλογή έχει κατά τη θέαση 3D τους 8.500° Κ. Οι θερμοκρασίες κυμάνθηκαν από 5.350° Κ έως και 9.200° Κ, ενώ το gamma από 1,95 έως και 2,6. Το on/off contrast μετρήθηκε στο 65.900:1, ενώ το ANSI Contrast 370:1. Η φωτεινότητα του προβολέα για κάδρο 84 ιντσών από απόσταση 3,20 μέτρων μετρήθηκε στα 690 AΝSI Lumens με τη λάμπα στο High.
ON/OFF CONTRAST: 65.900:1 |
HIGH LAMP IRIS 0 690 LUMENS |
Ansi Contrast: 370:1 |
Recommended screen size:≤120′ |
[/learn_more]
Μανώλης Καστρουνής
2 Σχόλια
Μανώλη εξαιρετικό το άρθρο θα ήθελα όμως να σου κάνω δύο ερωτήσεις:
1).Έχοντας πλήρες cms τι περισσότερο θα του δώσει ένας επεξεργαστής (π.χ. lumagen) στην εικόνα;
2).Όταν θα υπάρξει εγγενές υλικό 4Κ πάλι σαν 2Κ με χρήση e-shift θα το αναπαράγει;
Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
1) Ο Lumagen π.χ. έχει πιο λεπτομερή και σωστότερη ρύθμιση και gamma αλλά και CMS σε 3D(δεν αναφερομαι σε 3d ταινίες).
2) Η απάντηση είναι “ναι” δεδομένης της “native” ανάλυσης.