Δεν περίμενα πως μια ξεχασμένη τεχνολογία που έχει όμως ζωή δύο αιώνων περίπου θα έκανε την μεγάλη ανατροπή στο χώρο του θεάματος. Ανατροπή όχι στον τρόπο προβολής ούτε και στην ποιότητα της εικόνας αλλά στην αίσθηση. Θα μπορούσε να πει κάποιος, χαριτολογώντας, ότι για όλα φταίει ο James Cameron και το Avatar που έφερε το 3D στο προσκήνιο.
Η LG ήταν η πρώτη που έπιασε το νόημα της πιθανής μεγάλης απήχησης του 3D στον κόσμο με αποτέλεσμα τα τελευταία δύο χρόνια να εξελίσσει το μοντέλο με κωδικό «CF3D». Δε ήθελαν όμως να έχουν κοινά με τους αντιπάλους τους και έτσι στράφηκαν στην δύσκολη λύση. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή.
Η εξωτερική της εμφάνιση όντως επιβλητική, ογκώδης, ενώ το περίβλημά του είναι γκρι ασημένιου φινιρίσματος. Γυαλιστερό το επάνω μέρος, που δίνει την αίσθηση καθρέφτη με το λογότυπο (LG) στο εμπρόσθιο μέρος αυτού, ενώ η ένδειξη του «3D» έχει την θέση του επιβλητικά στο κέντρο αυτής. Ένα έξυπνα συρόμενο καπάκι αποκαλύπτει τα ρυθμιστικά για τον έλεγχο του προβολέα όπως επίσης και την «ρόδα» για την σωστή θέση του φακού, το λεγόμενο Lens Shift.
Εκεί όμως που δίνει τα ρέστα του, σχεδιαστικά, ο προβολέας είναι όταν κατά το άνοιγμα του, εκατέρων του προβολέα, ανοίγουν δυο πτερύγια (σε κάθε πλευρά) λες και είναι έτοιμος να πετάξει και μαζί με αυτόν να συμπαρασύρει και όσους είναι δίπλα του. Ρόλος τους είναι η εισαγωγή και εξαγωγή αέρα που ψύχει την λάμπα και το εσωτερικό του.
Στην εμπρόσθια όψη εκτός από τον επιβλητικό, λόγω μεγέθους, φακό βρίσκουμε και μια κάμερα που στόχος της είναι το συνολικά εύκολο calibration του προβολέα.
Το ζουμ και η εστίαση ρυθμίζονται επίσης χειροκίνητα, με το ρυθμιστικό του ζουμ (1,3x) να είναι τοποθετημένο στο επάνω μέρος του φακού όπως αναφέραμε. Μπορεί δηλαδή να μας δώσει εικόνα 100¨ από μόλις τρία μέτρα.
Ο CF-3D είναι ο μοναδικός προβολέας 3D που χρησιμοποιεί δύο διαφορετικές μηχανές με έναν μόνο φακό. Η καρδιά των δύο αυτών μηχανών είναι δανεισμένη από την τεχνολογία SXRD (Silicon X-tal Reflective Display) και χρησιμοποιεί έξι, συνολικά, μακρόστενα πάνελ ανάλυσης 1920×1080 και μεγέθους 0,61΄. Το πάνελ είναι ίδιο με εκείνο που φορά ο 85άρης της Sony, και μπορεί να τρέξει στα 120Hz. Οι λάμπες που χρησιμοποιεί είναι τύπου UHP των 220W της Philips με διάρκεια ζωής 3.000 ώρες ενώ μπορεί να φτάσει και τις 3.500 σε economy mode. Η φωτεινότητα είναι 2.500 ANSI lumens σε 2D και 1.250 ANSI lumens σε 3D. Ο λόγος αντίθεσης είναι 7.500:1, πάντα κατά τον κατασκευαστή.
Οι δύο οπτικές μηχανές, μία για την αριστερή και μία για τη δεξιά εικόνα του 3D, παντρεύονται με ένα τσιπάκι που έχει αναπτύξει η LG που ονομάζεται «Formatter», το οποίο όχι μόνο ρυθμίζει το 3D, αλλά και αυξάνει την ανάλυση όλων των 3D πηγών, ώστε πάντα η εικόνα να είναι Full HD. Αυτή η επιλογή είχε ως αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται για τη θέαση 3D περιεχομένου παθητικής πόλωσης γυαλιά. Λειτουργούν σαν και αυτά που μοιράζουν στις κινηματογραφικές αίθουσες, και επομένως δεν υποφέρουν από μείωση της φωτεινότητας ή/και flickering. Kάτι σαν RealD δηλαδή.
Τα γυαλιά αυτού του τύπου, εκτός από το ότι κοστίζουν αισθητά λιγότερο, έχουν ως πλεονεκτήματα: ξεκούραστη θέαση, μεγαλύτερη γωνία (θέασης), λιγότερες χρωματικές εκτροπές και παραμορφώσεις καθώς και λιγότερη μείωση φωτεινότητας, πάντα σε σχέση με τα ενεργά γυαλιά. Επίσης, δε χρειάζονται πομπό συγχρονισμού και μπορούν να αγοραστούν κατά δεκάδες, αφού κοστίζουν ελάχιστα. Τώρα πλέον με την χρήση αυτών είναι εύκολο να κοιτάξεις δεξιά και αριστερά κατά την διάρκεια ενός έργου δίχως το ενοχλητικό άνοιγμα και κλείσιμο δέκτη και της μετέπειτα πόλωσής τους που επιφέρουν μείωση της φωτεινότητας και σε μερικά μοντέλα ενοχλητικό flickering.
Σε επίπεδο ρυθμίσεων και δυνατοτήτων, ο CF-3D έχει να προσφέρει αρκετές ευκολίες και με ένα πολύ ωραίο interface, παρόμοιο με εκείνο που συναντάμε στις τηλεοράσεις της εταιρείας – μάλιστα υπάρχουν και ελληνικά. Η πλοήγησή του είναι εύκολη, ενώ ό,τι χρειάζεται ο απλός χρήστης βρίσκεται εκεί, χωρίς να χρειαστεί να ψάχνει για secret menu. Χωρίζεται σε έξι υπομενού, δύο από τα οποία χρησιμεύουν για τη σωστή ρύθμιση της εικόνας. Οι δύο expert επιλογές κάνουν ακόμα πιο εύκολη τη ρύθμισή της και μάλιστα απαραίτητες. Η μία από αυτές θα είναι για θέαση 2D ταινιών ενώ η άλλη για θέαση 3D. Ο θόρυβος είναι ιδιαίτερα χαμηλός, αν αναλογιστούμε ότι φορά 2 λάμπες. Σε αυτό συμβάλλουν η διάταξη και το μέγεθος των ανεμιστήρων που έχει στο εσωτερικό. Γενικά, η κατασκευή δείχνει και είναι πολύ σοβαρή.
ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ
Αυτό που δεν έχω αναφέρει μέχρι στιγμής είναι ότι ο προβολέας έρχεται «πακέτο» με μια οθόνη 150 ιντσών. Σωστά διαβάσατε. Τόσες πρέπει να είναι οι ίντσες για να μπείτε στην ταινία και να ταξιδέψετε μαζί με τους πρωταγωνιστές. Όχι ότι με μια μικρότερη σε μέγεθος οθόνη δεν θα έπαιζε αλλά πώς να το κάνουμε ‘size does matter”. Η οθόνη είναι σταθερή με υλικό πανιού σε γκρι απόχρωση αλλά με θετικό πρόσημο, κάτι παρόμοιο με το υλικό της Firehawk που χρησιμοποιεί η Stewart. Αυτού του είδους οθόνη είναι απαραίτητη για τέτοιου τύπου 3D προβολείς διαφορετικά δεν θα «παίζει». Έχει δοθεί σημασία στην λεπτομέρεια και έτσι όλο το μεταλλικό πλαίσιο έχει μια υφή βελούδου που μειώνει τις πρώτες ανακλάσεις.
Ειλικρινά είναι η πρώτη φορά που δεν ήθελα να στήσω τα όργανα για να πάρω μετρήσεις. Αυτό σε πρώτη φάση με είχε αφήσει αδιάφορο. Την συγκεκριμένη στιγμή αυτό που ήθελα να δω ήταν εικόνα 3D από ένα πανί 150 ιντσών και σε απόσταση κοντά στα τέσσερα μέτρα. Το ύψος της οθόνης ήταν περίπου 60-70 εκατοστά από το πάτωμα.
Το στήσιμο του προβολέα γίνεται πραγματικά πολύ εύκολα χάρις την ενσωματωμένη κάμερα που μπορεί να καλιμπράρει τον προβολέα. Με τον όρο καλιμπράρισμα εννοούμε την σωστή θέση της εικόνας στο κάδρο της οθόνης όπως επίσης την σωστή, σύμφωνα με το περιβάλλον προβολής, ρύθμιση ης φωτεινότητας του.
Εάν όμως γνωρίζουμε τα βασικά είναι προτιμότερο να στηθεί ο προβολέας προσεκτικά. Το όποιο σύστημα auto calibration μέσω κάμερας κάνει χρήση του οριζόντιου και κάθετου keystone με αρνητικά αποτελέσματα στην εικόνα.
Το πρώτο δισκάκι που πήρε τη θέση του στο BD player ήταν το IMAX Space Station 3D. Μέχρι να φορτώσει, διαλέξαμε ένα από τα έξι γυαλιά που έρχονται μαζί με τον προβολέα. Το πρώτο φως απλώθηκε στην οθόνη και ένα χαμόγελο ευχαρίστησης απλώθηκε στο πρόσωπό μου. Όχι δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπω 3D αλλά είναι η διαφορετικότητα της αίσθησης. Πολλές φορές (ανάλογα με το περιεχόμενο) νόμιζα ότι βρισκόμουν μέσα σε αυτή. Όπως ανέφερα και ποιο πάνω αυτό που σε κατακτά είναι η αίσθηση ενώ το κριτικό μάτι έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Τα γυαλιά δεν κουράζουν σε πολύωρη θέαση.
Αν προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε τον CF-3D σε σχέση με κορυφαίους μονότσιπους, ή τρίτσιπους προβολείς η μόνη αδυναμία του βρίσκεται στην απόδοση του απόλυτου μαύρου (πράγμα που είναι λογικό). Πρέπει όμως να σημειωθεί πως αυτή η συγκριτική αδυναμία εξαφανίζεται σε πραγματικές συνθήκες, μιας και η μεγάλη δυναμική περιοχή του προβολέα καμουφλάρει σχεδόν απόλυτα τη μικρή του αυτή αδυναμία. Αν και έχουμε έξι διαφορετικά panels η σύγκλιση ήταν πολύ καλή από άκρη σε άκρη ενώ εξίσου καλή ήταν και η ομοιομορφία φωτεινότητας (κοντά στο 90%). Η χρήση τέτοιου είδους οθόνης πέρα ότι είναι αναγκαία για τέτοιου είδους προβολές με παθητικά πολωμένα γυαλιά, έχει μικρό hotspot που τις περισσότερες φορές συμβάλλει θετικά προσθέτοντας το κάτι τι στη τρίτη διάσταση.
Πέρα από την απόδοση του απόλυτου μαύρου, σε όλες τις άλλες παραμέτρους ο CF-3D μπορεί ανταπεξέλθει επάξια. Πολύ καλή ροή στην κίνηση, ελάχιστη απουσία θορύβου ακόμα και σε πολύ σκοτεινές σκηνές, ομοιογένεια και απόλυτα συμπαγής απόδοση στην υφή των αντικειμένων.
Την ίδια συμπεριφορά συναντάμε ασχετα εάν ο προβολέας ταίζεται με σήμα 2D ή 3D
Χωρίς να μπορείς να χαρακτηρίσεις την εικόνα crispy, έχει μια έντονα κινηματογραφική αίσθηση χωρίς οξύτητα, σχεδόν βελούδινη, ακόμα και εάν το παρακάνεις με το ρυθμιστικό του sharpness. Η χρωματική απόδοση κρίνεται «out of the box» ιδιαίτερα ισορροπημένη, με σωστές ποσοστώσεις χρωμάτων.
Δεδομένου του ανύπαρκτου, μέχρι στιγμής, ανταγωνισμού θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια τίμια αγορά από έναν κολοσσό του είδους.
ΣΧΟΛΙΟ
Συμπερασματικά, η LG με το νέο μοντέλο της παίζει καθαρά στο δικό της γήπεδο και μάλιστα μόνη δεδομένου ότι οι αντίπαλοι της είναι ακόμη στα αποδυτήρια ενώ δεν πρόκειται να βγουν πριν τον Δεκέμβρη.
ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ
Ο προβολέας θέλει το «πείραγμά» του για να παίξει σύμφωνα με τα πρότυπα. Για θέαση ταινιών, η επιλογή Warm μας έδωσε τα καλύτερα αποτελέσματα και μια μετρημένη θερμοκρασία που φλερτάρει τους 7.200° Κ – 7.500° Κ με ή χωρίς τα γυαλιά αντίστοιχα. Το χρωματικό τρίγωνο κατά το πρότυπο CIE 1931 δείχνει να είναι διευρυμένο σύμφωνα πάντα με την χρωματική ταυτότητα της εταιρείας. Η φωτεινότητά μετρήθηκε στα 1.800 AΝSI Lumens σε 2D.
Χαρακτηριστικά
Τεχνολογία: LCD, πάνελ 3×0,61΄΄ 1920×1080 pixels
Ονομαστική φωτεινότητα: 2.500 ANSI lumens σε 2D και 1.250 ANSI lumens σε 3D
Ονομαστικός λόγος αντίθεσης: 7.000:1
Τύπος / Ισχύς λυχνίας: UHP 220 W / 3.000 ώρες
Απόσταση προβολής 100΄΄: 3 μ.
Είσοδοι εικόνας: 1xVideo, 1xS-Video, 1xComponent (Y/CB/CR), 2xΗDMI (1,4)
ΥΠΕΡ
– Πρωτοπορία
– Αίσθηση
– Ευκρίνεια
– Scaling
– Άφθονες ρυθμίσεις
ΚΑΤΑ
– Τιμή
– Επίπεδο μαύρου
– Σύγλιση